εκχωρίζω

εκχωρίζω
ἐκχωρίζω (AM)
μσν.
1. χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τους άλλους, ξεκόβω
2. διαφωνώ και έρχομαι σε φιλονικία
αρχ.
(για περιττώματα) αποχωρώ, εκκενώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐκχωρίζει — ἐκχωρίζω cut off pres ind mp 2nd sg ἐκχωρίζω cut off pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκχωρίζω — [εκχωρίζω] 1. χωρίζω στη μέση, ξεχωρίζω 2. κοσκινίζω …   Dictionary of Greek

  • ἐκχωρίζεται — ἐκχωρίζω cut off pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέχωρος — η, ο ξεχωριστός, ιδιαίτερος. επίρρ... ξέχωρα 1. χωριστά, ξεχωριστά 2. εκτός, παρεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξέ χωρος < αρχ. ἐκχωρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ՏԵՂԻ — (ղւոյ, ʼի տեղւոյ կամ ւոջէ, ւոջ, ղեաց.) NBH 2 0864 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. ՏԵՂԻ. τόπος locus στάσις statio. որ եւ ՏԵՂ, ԵՏՂ. Վայր. ուրն՝ զոր գրաւ է իւրաքանչիւր մարմին. կայան.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐκχωρίσας — ἐκχωρίσᾱς , ἐκχωρίζω cut off aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”